Τι είναι το Μέλι;

   Το Μέλι είναι ένα απολύτως φυσικό τρόφιμο που κατασκευάζουν οι μέλισσες ως απόθεμα τροφής για τις εποχές που δεν υπάρχει  νεκταροέκκριση ή μελιτωματοέκκριση  στην φύση, πχ το χειμώνα ή άλλες εποχές ανάλογα την χλωρίδα του κάθε τόπου.  Οι μέλισσες επισκέπτονται τα φυτά την εποχή που αυτά δίνουν νέκταρ ή μελιτώματα, και μαζεύουν το νέκταρ και τα μελιτώματα στην κυψέλη τους. Εκεί τα κατεργάζονται μέσα στον πρόλοβό τους (μελισοστόμαχο) με σκοπό αυτά να φθάσουν το επιθυμητό ποσοστό υγρασίας, την χημική αλλαγή των ζαχάρων τους,  και τον εμπλουτισμό τους  με άλλες ουσίες – ένζυμα που παράγονται μέσα στο σώμα τους.  Το προϊόν  αυτής της κατεργασίας των μελισσών προς αποθήκευση του νέκταρος και των μελιτωμάτων, είναι το γνωστό μας Μέλι.
 
Μέλι Ελάτου στις κηρήθρες.
   Το Μέλι αποτελείται από Υγρασία, Σάκχαρα, Οξέα (μέσος όρος pH 3,9), Μεταλλικά στοιχεία (ασβέστιο, θείο, χαλκός, νάτριο, κάλιο, μαγνήσιο, φώσφορος, πυρίτιο, σίδηρος κα.), Ένζυμα (ιμβερτάση, διαστάση, οξειδάση της γλυκόζης κα.), πρωτεΐνες, αμινοξέα και  βιταμίνες.
   Η σύνθεση του Μελιού διαφέρει ανάλογα με την προέλευσή του, δηλαδή, από το κλίμα και την χλωρίδα της κάθε περιοχής που συνέλλεξαν οι μέλισσες το νέκταρ ή τα μελιτώματα.  Έτσι έχει και διαφορετικά χαρακτηριστικά όπως διαφορετικό άρωμα, γεύση, γλυκύτητα, χρώμα, πυκνότητα, τάση για κρυστάλλωση, ρευστότητα …
   Το άρωμα του μελιού προέρχεται από τα φυτά από τα οποία συλλέχθηκε το νέκταρ και μελιτώματα. Το νέκταρ και τα μελιτώματα περιέχουν αιθέρια έλαια τα οποία παραμένουν στο μέλι.

    Η γεύση επηρεάζεται από την όλη του σύνθεση, δηλαδή από την ποσότητα σακχάρων, αιθερίων ελαίων, οξέων, αλκαλοειδής ουσίες κλπ. Υπάρχουν και μέλια με όχι ευχάριστη γεύση όπως το μέλι της κουμαριάς, το οποίο ενώ ναι μεν είναι θρεπτικότατο, έχει όμως υπόπικρη γεύση που θυμίζει κάτι από καμένο φαγητό.

   Το χρώμα του μελιού έχει και αυτό άμεση σχέση με τα φυτά από τα οποία προέρχεται. Μπορεί να είναι από άχρωμο, κιτρινωπό, καστανό, ακόμα και μαύρο. Έχω δει μέλι Ολλανδίας (αν θυμάμαι καλά) που είχε χρώμα γκρι – γαλάζιο. Τα ανοιχτόχρωμα μέλια προέρχονται κυρίως από άνθη, είναι πολύ γλυκά (πολλά σάκχαρα)  έχουν διακριτική γεύση και άρωμα, ενώ τα μέλια που προέρχονται από τα μελιτώματα (Ελάτου, Πεύκου, Καστανιάς και βελανιδιάς) έχουν σκούρο χρώμα, δεν είναι τόσο γλυκά όσο των ανθέων (λιγότερα σάκχαρα) και ταυτόχρονα έχουν λιγότερο άρωμα αλλά πιο  δυνατή γεύση. Επίσης τα σκουρόχρωμα μέλια όπως αυτά που ανέφερα πιο πάνω, είναι πλουσιότερα σε ιχνοστοιχεία.
   Το Μέλι που προέρχεται από άνθη είναι περισσότερο επιρρεπή στην κρυστάλλωση από ότι τα σκούρα μέλια μελιτωμάτων. Για παράδειγμα αναφέρω πως το μέλι ανθέων πορτοκαλιάς κρυσταλλώνει μέσα σε λίγες εβδομάδες ή και ημέρες, ενώ το μέλι του Ελάτου μπορεί να μείνει ακρυστάλλωτο  ακόμα και περισσότερο από δύο έτη.  Η κρυστάλλωση έχει άμεση σχέση με την περιεκτικότητα σακχάρων, το ποσοστό υγρασίας και την θερμοκρασία που βρίσκεται το μέλι αποθηκευμένο.  Η κρυστάλλωση δημιουργείται όταν το μέλι (το οποίο είναι ένα διάλυμα) χάσει υγρασία με αποτέλεσμα να γίνει πυκνότερο και να μην μπορεί να κρατήσει διαλυμένα μέσα του όλη την ποσότητα των σακχάρων που περιείχε. Αποβάλει λοιπόν όσα σάκχαρα δεν μπορεί πλέον να κρατά αφομοιωμένα, στερεοποιώντας τα σε κρυστάλλους.
   Ενώ η κρυστάλλωση του μελιού είναι απολύτως φυσικό φαινόμενο, το κρυσταλλωμένο μέλι δεν χαίρει εκτίμησης από τον Έλληνα καταναλωτή, σε αντίθεση με τους καταναλωτές άλλων χωρών που το προτιμούν κρυσταλλωμένο. Για την ακρίβεια, το προτιμούν λεπτοκρυσταλλωμένο.
  Υπάρχει η μέθοδος Λεπτοκρυστάλλωσης του μελιού του Dyce (Ντάϊς), η οποία δημιουργεί στο μέλι πολύ λεπτούς κρυστάλλους που δεν γίνονται αντιληπτοί στην γλώσσα ως κρύσταλλοι.  Το λεπτοκρυσταλλωμένο μέλι  έχει κρεμώδη υφή, και μπορεί να αλείφεται επάνω στο ψωμί όπως το βούτυρο.